- πλατυνωτος
- πλατύνωτοςπλᾰτύ-νωτος2(ῠ) широкоспинный
(καρκίνοι Batr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(καρκίνοι Batr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πλατύνωτος — η, ο / πλατύνωτος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πλατιά νώτα, ευρύνωτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + νῶτον (πρβλ. ευρύ νωτος)] … Dictionary of Greek
πλατύνωτον — πλατύνωτος broad backed masc/fem acc sg πλατύνωτος broad backed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατυνώτου — πλατύνωτος broad backed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατυνώτους — πλατύνωτος broad backed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατύνωτοι — πλατύνωτος broad backed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατύ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, ὁλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πλατύς με σημ. «φαρδύς, ευρύς, παχύς, πληθωρικός, μεγάλος, άνετος». Στο επίθ. πλατύς ανάγονται και ορισμένοι ξεν. επιστημονικοί όροι που… … Dictionary of Greek